- ἐπιθείασας
- ἐπιθειάζωaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιθειάσας — ἐπιθειά̱σᾱς , ἐπιθειάζω fut part act fem acc pl (doric) ἐπιθειά̱σᾱς , ἐπιθειάζω fut part act fem gen sg (doric) ἐπιθειάσᾱς , ἐπιθειάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθειάζω — ἐπιθειάζω (Α) 1. επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», Θουκ.) 2. εξορκίζω («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», Θουκ.) 3. εμπνέω 4. προφητεύω 5. αποδίδω κάτι σε θεία έμπνευση («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις» … Dictionary of Greek